законодатель
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Russian > Greek
θεσμοφόρος, νομοθέτης, νομογράφος, κοσμητής, κοσμητάς, θεσμοθέτης
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
θεσμοφόρος, νομοθέτης, νομογράφος, κοσμητής, κοσμητάς, θεσμοθέτης