νομογράφος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομογρᾰ́φος Medium diacritics: νομογράφος Low diacritics: νομογράφος Capitals: ΝΟΜΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: nomográphos Transliteration B: nomographos Transliteration C: nomografos Beta Code: nomogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,
A one who drafts laws, Pl.Phdr.278e, IG4.679.23 (Hermione), 42(1).73.2 (Epid., iii B.C.), 5(1).7 (Sparta), (2).433 (Megalopolis).
II notary, PHamb.4.15 (i A.D.), POxy.34 i 9 (ii A.D.), etc.; ν. ἀγορᾶς BGU 888.4 (ii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rédige des lois.
Étymologie: νόμος, γράφω.

German (Pape)

Gesetze schreibend, Plat. Phaedr. 278e und Folgde, wie Pol. 13.1.2.

Russian (Dvoretsky)

νομογράφος: (ᾰ) ὁ составитель законов, законодатель Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

νομογράφος: ὁ, ὁ γράφων νόμους, νομοθέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 23., 1331, 1453. 24, κ. ἀλλ. ΙΙ. (νόμος ΙΙ) ὁ συντιθεὶς μουσικήν, μελοποιός, Πλάτ. Φαῖδρ. 278Ε.

Greek Monolingual

νομογράφος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που συγγράφει νόμους, νομοθέτης
μσν.
αυτός που ερμηνεύει τον νόμο ή τον ιουδαϊκό νόμο
αρχ.
συμβολαιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -γράφος (< γράφω)].

Greek Monotonic

νομογράφος: ὁ (γράφω
1. αυτός που σχεδιάζει, που συντάσσει νόμους.
2. (νόμος II), μουσικοσυνθέτης, μελοποιός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νομο-γράφος, ὁ, γράφω
I. one who draws up laws.
II. (νόμος II) a composer of music, Plat.