νομικῶς
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
French (Bailly abrégé)
adv.
légalement.
Étymologie: νομικός.
Russian (Dvoretsky)
νομικῶς: законным образом, на законном основании, по закону Arst. etc.