μαντιπολέω

Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A prophesy, A.Ag.979 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαντῐπολέω: προφητεύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 979· - ἐκ τοῦ μαντιπόλος, ον, μαινόμενος, ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, Βάκχη Εὐρ. Ἑκ. 123· Ἀπόλλων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prédire l’avenir.
Étymologie: μαντιπόλος.

Greek Monotonic

μαντῐπολέω: μέλ. -ήσω, προφητεύω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μαντῐπολέω: заниматься предсказаниями, прорицать Aesch.

Middle Liddell

μαντῐπολέω, fut. -ήσω
to prophesy, Aesch. [from μαντῐπόλος]