μαντιπολέω

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντῐπολέω Medium diacritics: μαντιπολέω Low diacritics: μαντιπολέω Capitals: ΜΑΝΤΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: mantipoléō Transliteration B: mantipoleō Transliteration C: mantipoleo Beta Code: mantipole/w

English (LSJ)

prophesy, A.Ag.979 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

μαντιπολῶ :
prédire l'avenir.
Étymologie: μαντιπόλος.

German (Pape)

sich mit dem Wahrsagen beschäftigen, weissagen, Aesch. Ag. 952.

Russian (Dvoretsky)

μαντῐπολέω: заниматься предсказаниями, прорицать Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μαντῐπολέω: προφητεύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 979· - ἐκ τοῦ μαντιπόλος, ον, μαινόμενος, ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, Βάκχη Εὐρ. Ἑκ. 123· Ἀπόλλων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.

Greek Monotonic

μαντῐπολέω: μέλ. -ήσω, προφητεύω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μαντῐπολέω, fut. -ήσω
to prophesy, Aesch. [from μαντῐπόλος]