καταψευστός
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.
Russian (Dvoretsky)
καταψευστός: выдуманный, баснословный (θηρία Her. - v. l. ἀκατάψευστος).