οἰκτρόγοος

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόγοος Medium diacritics: οἰκτρόγοος Low diacritics: οικτρόγοος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΓΟΟΣ
Transliteration A: oiktrógoos Transliteration B: oiktrogoos Transliteration C: oiktrogoos Beta Code: oi)ktro/goos

English (LSJ)

ον, A wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.

Greek Monolingual

οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].

Greek Monotonic

οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτρόγοος: жалобно стонущий, жалобный (λόγοι Plat.).