προβλέπομαι
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Russian (Dvoretsky)
προβλέπομαι: предусматривать, обеспечивать (κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT).