ἁπλοΐζομαι

Revision as of 12:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

(ἁπλοῦς) A behave simply, deal frankly, πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18; to be simple in habits, D.C.65.7; to be reduced to simplicity, Dam.Pr.32.—Act. in same sense, Sch.Od.6.187.

German (Pape)

[Seite 293] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλοΐζομαι: ἀποθ. (ἁπλοῦς): ― φέρομαι ἁπλῶς, φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agir simplement ou franchement.
Étymologie: ἁπλοΐς.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act. Sch.Od.6.187]
1 de pers. ser sencillo o natural πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18, cf. Sch.Od.l.c.
abs. ser de costumbres sencillas D.C.65.7.1.
2 reducirse a una unidad πάντα Dam.Pr.32.

Greek Monolingual

ἀπλοΐζομαι (Α)
συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους.

Greek Monotonic

ἁπλοΐζομαι: αποθ. (ἁπλοῦς), συμπεριφέρομαι με παρρησία ή ειλικρίνεια, πρὸςτοὺς φίλους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁπλοΐζομαι: поступать открыто, действовать прямо (πρός τινα Xen.).

Middle Liddell

ἁπλοῦς
to deal openly or frankly, πρὸς τοὺς φίλους Xen.