Πιερικός
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.
Greek Monotonic
Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.