Ναύπλιος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek Monolingual
Ναύπλιος και Ναυπλίειος, -α, -ον (Α) Ναύπλιον
αυτός που ανήκει στο Ναύπλιο ή αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο.
Russian (Dvoretsky)
Ναύπλιος: навплийский Eur.