αἰένυπνος

Revision as of 13:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A giving eternal sleep, epithet of Death, S.OC1578 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.

Spanish (DGE)

-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.

Greek Monotonic

αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).

Middle Liddell


lulling in eternal sleep, of Death, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰένυπνος -ον ἀεί, ὕπνος die eeuwige slaap geeft.