εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
f. ἀμφιδύσομαι;se vêtir : χροῒ πέπλον SOPH se couvrir le corps d’un manteau.Étymologie: ἀμφιδύω.
ἀμφιδύομαι: надевать (πέπλον χρωΐ Soph.).