ἑτεραλκέως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des chances diverses.
Étymologie: ἑτεραλκής.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεραλκέως: с переменным успехом (ἀγωνίζεσθαι Her.).
adv.
avec des chances diverses.
Étymologie: ἑτεραλκής.
ἑτεραλκέως: с переменным успехом (ἀγωνίζεσθαι Her.).