ἑτεραλκέως

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec des chances diverses.
Étymologie: ἑτεραλκής.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεραλκέως: с переменным успехом (ἀγωνίζεσθαι Her.).