κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière efficace ou avantageuse.
Étymologie: ἐργατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτικῶς: выгодно, удобно: ἐ. κατεσκευασμένος πρός τι Plut. хорошо приспособленный к чему-л.