ἐργατικός
English (LSJ)
ἐργατική, ἐργατικόν, = ἐργαστικός, opp. ἐργατῶν ἄρχων, Pl.Plt.259e; like a workman, γυνὴ ἐ. Luc.Somn.6; hard-working, Pl.Men.81e (with v.l.); δοῦλοι Plu.Cat.Ma.4; ἐργατικὸς καὶ γεωργικός D.H.Rh.11.6; ἐ. κτήνη, ὄνος, PFay.111.6(i A.D.), PSI 1.38.5 (ii A.D.); τὸ ἐ. Hp.Aër.24: Comp. ἐργατικώτερος, Sup. ἐργατικώτατος, of bees, Arist.HA624b29, 622b19; ποταμὸς ἐργατικός, of the Nile, Hdt.2.11. Adv. ἐργατικῶς, πρός τι = advantageously for.., Plu.Cam.16.
German (Pape)
[Seite 1020] zum Arbeiten, Ausrichten geschickt, thätig, wirksam, kräftig; Her. 2, 11 nennt den Nil einen ἐργ. ποταμός, wegen seiner Einwirkung auf die Fruchtbarkeit u. Bewohnbarkeit Aegyptens; von Menschen, Plat. Hen. 81 d; ἀρχιτέκτων πᾶς οὐκ αὐτὸς ἐργατικὸς ἀλλ' ἐργατῶν ἄρχων Polit. 259 e; ἐργατικώτατον τὸ τῶν μελισσῶν γένος Arist. H. A. 9, 38; häufig bei Sp., καὶ γεωργός D. Hal. rhet. 11, 6; von Sklaven, Plut. Cat. mai. 4. – Adv. ἐργατικῶς, πρός τι, zur Betreibung von Etwas geeignet, Plut. Cam. 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a l'habitude de travailler, travailleur;
2 diligent, actif, industrieux ; en parl. du Nil qui féconde (l'Égypte).
Étymologie: ἐργάτης.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτικός:
1 (лично), работающий, занимающийся физическим трудом, (οὐκ αὐτὸς ἐ. ἀρχιτέκτων Plat.);
2 трудолюбивый, деятельный (ἐ. καὶ ζητητικός Plat.; τὸ τῶν μυρμήκων γένος Arst.; δοῦλος Plut.): ἐ. ποταμός Her. = ὁ Νεῖλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτικός: -ή, -όν, = ἐργαστικός, Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· ὅμοιος ἐργάτῃ, γυνὴ ἐργ. Λουκ. Ἐνύπν. 6· ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, ἐπιμελής, δραστήριος, Πλάτ. Μένων 81D· τὸ ἐργ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 295: συγκ. -ώτερος, ὑπερθ. -ώτατος, ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38 καὶ 40. ― Ὁ Ἡρόδ. (2. 11) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τοῦ Νείλου διὰ τὰς χώσεις τὰς προξενουμένας εἰς τὰ παράλια ἐκ τῆς ἰλύος ἣν καταβιβάζουσι τὰ ῥεύματα αὐτοῦ. ― Ἐπίρρ., ἐργατικῶς πρός τι, ἐπωφελῶς διά…, Πλουτ. Κάμιλλ. 16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐργατικός, -ή, -όν) εργάτης
αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός
εργάτης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εργατικά
αμοιβή για την προσφορά εργασίας.
επίρρ...
ἐργατικῶς (Α)
φρ. «ἐργατικῶς πρός τι» — επωφελώς, με ωφέλεια για κάτι.
Greek Monotonic
ἐργᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που αγαπά τον μόχθο, δραστήριος, επιμελής, σε Πλάτ.· λέγεται για τον Νείλο, από την ιδιότητά του να εναποθέτει λάσπη στις όχθες του, σε Ηρόδ.· επίρρ., -κῶς τι, επικερδώς, προς ωφέλεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐργᾰτικός, ή, όν
given to labour, diligent, active, Plat.; of the Nile, from its activity in depositing silt, Hdt.: adv. -κῶς τι advantageously, Plut.