τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
adv.malheureusement.Étymologie: δύσμορος.
δυσμόρως: несчастливо: δ. θανόντες Aesch. погибшие ужасной смертью.