πενταθλεύω

Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

A practise the πένταθλον, Xenoph.2.2:—also πενταθλ-έω, ib. 16, Paus.6.14.13, Artem. 1.57.

German (Pape)

[Seite 556] ein πένταθλος sein, sich im Fünfkampf üben, Xenophan. Coloph. bei Ath. X, 413 f.

Greek (Liddell-Scott)

πενταθλεύω: ἀγωνίζομαι τὸ πένταθλον, Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. αὐτόθι 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.

Greek Monolingual

και πενταθλῶ, -έω, Α πένταθλος
αγωνίζομαι στο πένταθλο, συμμετέχω στα αγωνίσματα του πεντάθλου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταθλεύω en πενταθλέω [πένταθλον] de vijfkamp beoefenen.