αὐτοκτόνως
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en tuant de sa main;
2 en s'entrégorgeant.
Étymologie: αὐτοκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκτόνως:
1) собственноручно убивая Aesch.;
2) убивая друг друга Aesch.