κρασπεδόω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
garnir d'une frange, d'une bordure.
Étymologie: κράσπεδον.
Russian (Dvoretsky)
κρασπεδόω: окаймлять, обвивать (κεκρασπεδῶσθαι ὄφεσιν Eur.).