ἁρματοτροφία
English (LSJ)
ἡ, A keeping of chariot-horses, X.Hier.11.5.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, das Halten von Wagenpferden zum Wettfahren, Xen. Hier. 11, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ἵππους χάριν ἁρματηλασίας, Ξεν. Ἱέρ. 11. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
entretien d'une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cría de caballos de tiro τὸ δὲ πάντων κάλλιστον ... εἶναι ἐπιτήδευμα ἁρματοτροφίαν X.Hier.11.5.
Greek Monolingual
ἁρματοτροφία, η (Α) αρματοτροφώ
η εκτροφή ίππων για αρματοδρομίες.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτοτροφία: ἡ содержание или разведение беговых лошадей Xen.
Middle Liddell
[from ἁρματοτροφέω
a keeping of chariot-horses, Xen.