ἐκπληκτικῶς
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de façon à exciter l’étonnement;
2 d'une façon effrayante.
Étymologie: ἐκπληκτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπληκτικῶς:
1) потрясающе, ужасающе, грозно (προσφέρεσθαί τινι Diod.; πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένος Plut.);
2) ошеломляюще, изумительно: ἐ. ἀποδέχεσθαί τινα Polyb. изумляться кому-л.