παρακαταλείπω

Revision as of 13:38, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

English (LSJ)

leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.

German (Pape)

[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.

French (Bailly abrégé)

laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.

Greek Monolingual

Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταλείπω: (при ком-л.) оставлять (τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταλείπω achterlaten bij.

Middle Liddell

to leave with one, τινά τινι Thuc.