παραγραμματεύω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
alter by changing a letter: hence, make an alliterative pun on a name, Sch.Ar.Eq.78; cf. γράμμα II. 1c.
Greek Monolingual
Α
παραγραμμοτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγραμματίζω κατά τα ρ. σε -εύω].