παγγόνατον
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
τό, = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.
Greek Monolingual
παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: παγγόνατον | Medium diacritics: παγγόνατον | Low diacritics: παγγόνατον | Capitals: ΠΑΓΓΟΝΑΤΟΝ |
Transliteration A: pangónaton | Transliteration B: pangonaton | Transliteration C: paggonaton | Beta Code: paggo/naton |
τό, = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.
παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.