παιδοφονεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, slayer of children, Ep. acc. -φονῆα, Q.S.2.322.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, Kindermörder, Qu. Sm. 2, 322.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφονεύς: ὁ, ὁ φονεύων παῖδας, Ἐπικ. αἰτ. -φονῆα, Κόϊντ. Σμ. 2. 322.
Greek Monolingual
παιδοφονεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φονεύς.