bleed
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. αἱματοῦσθαι (αἱματόω-αἱματοῦμαι), V. αἱμάσσεσθαι (αἱμάσσω/αἱμάττω-αἱμάσσομαι/αἱμάττομαι), φοινίσσεσθαι (φοινίσσω/φοινίζω).