πτερόφοιτος
English (LSJ)
v. πτεροφύτωρ.
German (Pape)
[Seite 809] mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.
Greek (Liddell-Scott)
πτερόφοιτος: -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε πτεροφύτωρ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)].
Russian (Dvoretsky)
πτερόφοιτος: носящийся на крыльях, крылатый (ἀνάγκη Plat.).