πτερόφοιτος

Revision as of 16:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v. πτεροφύτωρ.

German (Pape)

[Seite 809] mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόφοιτος: -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε πτεροφύτωρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)].

Russian (Dvoretsky)

πτερόφοιτος: носящийся на крыльях, крылатый (ἀνάγκη Plat.).