крылатый
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Russian > Greek
ὑπόπτερος, πτερωτός, πετεηνός, ποτηνός, ποτανός, κατάπτερος, πτεροφόρος, πτερόφοιτος, πτηνός, πτανός, πτερυγωτός
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
ὑπόπτερος, πτερωτός, πετεηνός, ποτηνός, ποτανός, κατάπτερος, πτεροφόρος, πτερόφοιτος, πτηνός, πτανός, πτερυγωτός