σπεκλάριον
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
τό,= sq. 2, PHolm.4.28: hence σφεκλαράριος, ὁ,= Lat. speculararius, Supp.Epigr.7.197 (Berytus, v/vi A.D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].