ἄμμες

Revision as of 18:24, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (ἄμμιν); Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἡμεῖς.

English (Autenrieth)

see ἡμεῖς.

Spanish (DGE)

v. ἐγώ.

Greek Monolingual

ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).

Greek Monotonic

ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.