ἄμμες
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (ἄμμιν); Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.