συγκαταφλέγω

Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

burn with or together, Ph.2.527; τὸν κόσμον Luc.Luct.14:—Pass., τῷ ἀνδρὶ σ. Plu.2.499c, cf. SIG 768.14 (Mylasa, i B.C.), Ph.2.27, Luc.Nigr.30; αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Polyaen.7.24.

German (Pape)

[Seite 966] mit od. zugleich verbrennen, Luc. Nigr. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφλέγω: καταφλέγω, κατακαίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Νιγρῖν. 30· τὸν κόσμον ὁ αὐτ. π. Πένθ. 14. ― Παθητ., σ. τῷ ἀνδρὶ Πλούτ. 2. 499C· αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Πολύαιν. 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συγκατεφλέγην;
brûler ensemble ou avec ; Pass. être brûlé avec, τινι.
Étymologie: σύν, καταφλέγω.

Greek Monolingual

ΜΑ καταφλέγω
καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συγκαταφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω από κοινού με κάποιον ή μαζί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταφλέγω: сжигать вместе (τί τινι Luc., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταφλέγω mee verbranden, samen (met...) verbranden, tegelijk (met...) verbranden; met acc. en dat.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn with or together, Luc.