σύντοπος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, fellow-resident, τινος Ps.-Callisth.2.33 (cod. Leid.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
συντοπίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ἔν-τοπος].
Full diacritics: σύντοπος | Medium diacritics: σύντοπος | Low diacritics: σύντοπος | Capitals: ΣΥΝΤΟΠΟΣ |
Transliteration A: sýntopos | Transliteration B: syntopos | Transliteration C: syntopos | Beta Code: su/ntopos |
ὁ, fellow-resident, τινος Ps.-Callisth.2.33 (cod. Leid.).
ὁ, Α
συντοπίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ἔν-τοπος].