φιλαναγνώστης

Revision as of 19:38, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ου, ὁ, fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰναγνώστης, ου, ὁ,
fond of reading, Plut.