φυτευτικός

Revision as of 19:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of or for planting, ἡ -κή Poll.7.140; τὰ -κά Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1319] zum Pflanzen gehörig, das Pflanzen betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φύτευσιν, Πλάτ. Πολ. 510Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτικός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση
2. κατάλληλος για φύτευση.