φυτευτικός

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτικός Medium diacritics: φυτευτικός Low diacritics: φυτευτικός Capitals: ΦΥΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phyteutikós Transliteration B: phyteutikos Transliteration C: fyteftikos Beta Code: futeutiko/s

English (LSJ)

φυτευτική, φυτευτικόν, of or for planting, ἡ φυτευτική Poll.7.140; τὰ φυτευτικά Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1319] zum Pflanzen gehörig, das Pflanzen betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φύτευσιν, Πλάτ. Πολ. 510Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτικός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση
2. κατάλληλος για φύτευση.