χρυσόστομος

Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, of golden mouth, i.e. dropping words of gold, epithet of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. s.v. Ιωάννης Ἀντιοχεύς.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner, z.B. des Dio.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα χρυσοῦν, δηλ. λέγων λόγους χρυσοῦς, παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις Ἕλλησιν ὡς ἐπίθ. ἀγαπητῶν ῥητόρων, οἷον Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Δίωνος τοῦ Χρυσοστ. - Ἐπίθετ. χρυσοστομικός, ή, όν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Ἐπιστ. 6, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόστομος, -ον, ΝΜΑ
1. μτφ. (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό στόμα, που από το στόμα του βγαίνουν χρυσά λόγια
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Χρυσόστομος
χριστιανικό όνομα
νεοελλ.
φρ. «πές τα, χρυσόστομε» — προτροπή σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].

French

à bouche d'or, bouche d'or, éloquent, persuasif, Chrysostome

German

Goldmund