γλαγάω

Revision as of 21:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

to be milky, juicy, γλαγόωντι σπέρματι AP9.384.23.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰγάω: εἶμαι γαλακτώδης, πλήρης ὀποῦ ἢ χυμοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 384, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être laiteux.
Étymologie: γλάγος.

Spanish (DGE)

(γλᾰγάω) • Alolema(s): γλακ- Hsch.
estar en leche γλαγόωντι σπέρματι AP 9.384.23, cf. Hsch.

Greek Monotonic

γλᾰγάω: (γλάγος), είμαι γαλακτερός, χυμώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰγάω: быть похожим на молоко (γλαγὼν σπέρμα Anth.).

Middle Liddell

γλάγος
to be milky, juicy, Anth.