διΐππευσις
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
εως, ἡ, charging through the enemy's ranks, Ascl. Tact.7.3, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. δίππ-
milit. carga de caballería (τὸ ἐμβολοειδές) ῥᾴστην ἐποίει τὴν δίππευσιν Ascl.Tact.7.3.