διηχητικός
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ή, όν, sonorous, Prisc.Lyd.16.6.
Greek (Liddell-Scott)
διηχητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μεταβίβασιν τοῦ ἤχου, Πρισκιαν. Λυδ. Μεταφρ. σ. 16 (Berol).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sonoro neutr. subst. τὸ δ. sonoridad ὑπὸ τοῦ ἐνεργείᾳ διηχητικοῦ Prisc.Lyd.16.6.