διασύρτης
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ου, ὁ, detractor, Ptol.Tetr.164.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ burlador, ridiculizador Ptol.Tetr.3.14.30, Ephr.Syr.1.114A.
Greek Monolingual
διασύρτης, ο (Α)
αυτός που διασύρει ή διαπομπεύει.