κανηφορικός
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ή, όν, of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.
Greek (Liddell-Scott)
κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.
Greek Monolingual
κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.