καπνιστήριον
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
τό, perhaps vapour-bath, Inscr.Prien.112.98(i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστήριον: τό, τὸ θυμιατήριον, Κ. Πορφ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 555, ἔκδ. Β.