καμηλίζω
English (LSJ)
to be like a camel, Hld.10.27.
German (Pape)
[Seite 1316] dem Kameele gleichen, ἡ κεφαλὴ εἶδος καμηλίζουσα Heliod. 10, 27.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλίζω: -ισω, εἶμαι ὅμοιος καμήλῳ, ἡ κεφαλὴ τὸ μὲν εἶδος καμηλίζουσα Ἡλιόδ. 10. 27.