κινδυνευτέον

Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

one must venture, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κ. E.Supp.572, cf. IT1022, Plb.4.11.7: Adj. -τέος, α, ον, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κινδυνεύω, δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.

Greek Monotonic

κινδῡνευτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen.