κηπευτός

From LSJ
Revision as of 01:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπευτός Medium diacritics: κηπευτός Low diacritics: κηπευτός Capitals: ΚΗΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kēpeutós Transliteration B: kēpeutos Transliteration C: kipeftos Beta Code: khpeuto/s

English (LSJ)

ή, όν, cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).