κοκκολάχανον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
maccum, Gloss.
Greek Monolingual
κοκκολάχανον, τὸ (Α)
είδος βοτάνου με βαφικούς κόκκους.