λιθιακός
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Full diacritics: λῐθῐᾰκός | Medium diacritics: λιθιακός | Low diacritics: λιθιακός | Capitals: ΛΙΘΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: lithiakós | Transliteration B: lithiakos | Transliteration C: lithiakos | Beta Code: liqiako/s |
v. λιθικός.
λῐθιακός: ή όν, ἴδε ἐν λ. λιθικός.
λιθιακός, -ή, -ον (Μ) λίθος
λιθικός.