μίξοφρυς

Revision as of 03:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

υ, having eyebrows that meet, Cratin.430.

Greek (Liddell-Scott)

μίξοφρυς: υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ μέσον, «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.

Greek Monolingual

-υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, -υ)
αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο-φρυς)].